- ποτάσσα
- Bλ. λ. κάλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηκτίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τηκτίτες (αστρον. πετρογρ.) ομάδες μικρών, φυσικών υαλωδών σωμάτων αβέβαιης προέλευσης, που απαντούν σε ορισμένες μόνο επιφάνειες τής Γης και τα οποία χαρακτηρίζονται από την χαμηλή περιεκτικότητά τους σε νερό, σε σόδα και … Dictionary of Greek